- ενδίδω
- (AM ἐνδίδωμι)1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.)2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε»)μσν.προστάζω, διατάζωαρχ.1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν φιάλην τῷ πάππῳ», Ξεν.)2. δίνω, παρέχω («λαβήν ἐνέδωκας», Αριστοφ.)3. μπήγω με ορμή4. (για χρόνο, κατάσταση κ.λπ.) παρεμβάλλομαι5. προκαλώ6. εμπνέω7. επιδεικνύω, φανερώνω8. παραχωρώ, επιτρέπω9. ομολογώ10. έχω κλίση, κλίνω («δῆλοί γε μὴν ἦσαν ἐνδιδόντες οἱ πολλοί πρὸς τὴν εἰρήνην», Πλούτ.)11. (για αρρώστια) μειώνεται η έντασή μου, υποχωρώ12. (για δέντρα) λυγίζω13. (για μάτια και ισχία) βαθουλώνω14. δίνω το σημείο ενάρξεως, αρχίζω το παιχνίδι («ἐνέδοσαν τοῑς ἵπποις τὸ ὀρχηστικόν μέλος», Αριστοτ.)15. (για φωτιά) μισοσβήνω16. (για ποταμό) χύνομαι μέσα17. (για αγόρευση) κάνω προοίμιο19. (το ουδ. πληθ. μέσ. μτχ. ως ουσ.) τὰ ἐνδιδόμενατα στρατιωτικά παραγγέλματα.
Dictionary of Greek. 2013.